Μυκήνας

Μυκήνας
Μυκήνᾱς , Μυκήνη
Mycene
fem acc pl
Μυκήνᾱς , Μυκήνη
Mycene
fem gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πολύχρυσος — η, ο / πολύχρυσος, ον, ΝΑ 1. (για πρόσ. και τόπους, πόλεις, οικήματα) αυτός που έχει πολύ χρυσό, πολύ πλούτο, βαθύπλουτος (α. «παλάτια πολύχρυσα», Ζερβ. β. «Κροῑσος πολυχρυσότατος», Πιττ. γ. «Μυκήνας τὰς πολυχρύσους ὁρᾱν», Σοφ.) 2. (το θηλ. ως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”